Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ ῥωπικόν

См. также в других словарях:

  • ῥωπικόν — ῥωπικός of masc acc sg ῥωπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ …   Dictionary of Greek

  • MICTILIS — seu Mictiris merx, apud Lucilium, Pulmentaria ut intybus, aut aliqua id genus herba, Et ius maenarum, bene habet se, mictiris haec est Merx. Graecis ὁ ῤῶπος est, pauperculam interpretatur Nonius. haud omnino male. Nam ῥωπικὸν, οὐδενὸς ἄξιον καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»